- πρόσευγμα
- πρόσευγμα, ατος, τό,A votive offering upon the statue of a god, Eub. 96.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόσευγμα — εύγματος, τὸ, Α [προσεύχομαι] αφιέρωμα που τοποθετούσε στο άγαλμα θεού ο πιστός πριν από την προσευχή … Dictionary of Greek
προσεύγμασιν — πρόσευγμα votive offering upon the statue of a god neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)